- εύαθλος
- εὔαθλος και εὐάεθλος, -ον (Α)1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.)2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ-αθλος].
Dictionary of Greek. 2013.